Αρχική

 

 

 


Τα φαντασματάκια της γυάλινης αυλής

Ελένη Δικαίου
εικονογράφηση: Δημήτρης Φουσέκης
Εκδόσεις Πατάκη, 2009
Το βιβλίο της Ελένης Δικαίου «τα φαντασματάκια της γυάλινης αυλής» είναι ένα σύγχρονο λογοτεχνικό βιβλίο για παιδιά αλλά και για νέους. Μας μιλάει για δυο φαντάσματα τον Αιμίλιο και τον Τιμόθεο που ζουν στο παλιό και έρημο σπίτι τους, όταν ξαφνικά μια ημέρα μπαίνουν δύο άντρες μέσα συζητώντας ότι την επόμενη μέρα θα το γκρεμίσουν.Ο Αιμίλιος και ο Τιμόθεος όταν το άκουσαν στεναχωρήθηκαν ,αφού θα έπρεπε να αποχωριστούν το σπίτι που μεγάλωσαν ,τα πράγματα τους και όλες τις αναμνήσεις που είχαν από αυτό. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό που τους στεναχωρούσε, αλλά και το ότι έπρεπε να αρχίσουν να ψάχνουν για σπίτι .
Όταν νύχτωσε βγήκαν έξω για να βρουν ένα μέρος να μείνουν, αλλά τα πράγματα είχαν αλλάξει, υπήρχαν μεγάλα κτίρια, αλλά και αυτοκίνητα που εκείνοι δεν τα είχαν ξαναδεί, όμως επίσης παρατήρησαν ότι η ταβέρνα που υπήρχε και στην εποχή τους ήταν ακόμα εκεί αλλά δεν λειτουργούσε πια. Δίπλα στην ταβέρνα είδαν ότι καθόντουσαν τρία φαντάσματα, ο Αγκαίος, ένας γεροντάκος και ένα παιδάκι με το σκύλο του. Με αυτά έγιναν φίλοι και έζησαν μαζί μέχρι που πέρασε ένας χρόνος και κάτι μήνες που το σπίτι πια είχε γκρεμιστεί και ο Αγκαίος με τους δυο του φίλους έπρεπε να φύγουν αφού τους είχαν πει ότι όταν οι αρχαιολόγοι έβρισκαν τα πιθάρια τους (γιατί ζούσαν στα αρχαία χρόνια) θα έφευγαν, επειδή όμως δεν μπορούσαν πια να μένουν σε αυτό το σπίτι βρήκαν ένα άλλο.Μετά από πολύ ψάξιμο βρήκαν ένα σπίτι μέσα στο καινούργιο σχολείο που είχαν φτιάξει στο μέρος που παλιά ήταν το παλιό και ερημωμένο σπίτι τους. Μέσα στο σχολείο είχαν βάλει ένα μεγάλο γυάλινο κουτί που είχε μέσα τα πιθάρια του Αγκαίου, εκεί είχαν σκεφτεί να μείνουν.
Πέρασαν εβδομάδες και το σχολείο είχε ανοίξει τα αγόρια ήταν κατενθουσιασμένα γιατί θυμόντουσαν τα δικά τους παιδικά χρόνια και επειδή αγαπούσαν τα παιδιά. Ήδη είχαν βρει ποια παιδιά συμπαθούσαν περισσότερο. Ο Αιμίλιος συμπαθούσε πολύ τον Στάθη ένα αγόρι της ΣΤʼ τάξης το οποίο ήταν λίγο τροφαντό, έξυπνο με πολλούς φίλους και ο Τιμόθεος ένα κοριτσάκι, την Βικτορία, που πήγαινε στην ΣΤ τάξη η οποία ήταν όμορφη, την συμπαθούσαν όλοι και ήταν καλή φίλη με τον Στάθη. Αφού πέρασαν αρκετές μέρες ακούγοντας ιστορίες από την Βικτόρια και την φίλη της που καθόντουσαν δίπλα στο πιθάρι τους, μια μέρα άκουσαν να μιλάνε για μια γάτα που ήρθε στο σχολείο. Έλεγαν ότι την έφερε ο επιστάτης αλλά δεν είπαν αν θα την άφηνε εδώ για πάντα, τα φαντάσματα είχαν όμως πανικοβληθεί αλλά είχαν σκοπό να την διώξουν. Είχαν σκεφτεί να κάνουν ζημιές μέσα στο σχολείο ώστε να πιστεύουν ότι της έκανε η γάτα η αλλιώς «Ζιζή». Αφού έκαναν πια τις ζημιές και μετά από τόσο τρέξιμο αφού τους κυνηγούσε η «Ζιζή» το άλλο πρωί άκουσαν από τα κορίτσια ότι οι δάσκαλοι πίστεψαν πως όλες αυτές τις ζημιές τις προκάλεσαν ο Στάθης και οι φίλοι του, γιατί ο Στάθης εκτός από καλός μαθητής κάνει και αρκετές φάρσες. Γʼ αυτό η διευθύντρια τον τιμώρησε και του είπε ότι δεν θα είναι πια στην σημαία του σχολείου .

Ενώ ο Στάθης τιμωρήθηκε η γάτα τελικά έφυγε, όμως τώρα είχανε τύψεις και έπρεπε να βοηθήσουνε το αγόρι, έτσι το βράδυ πήγανε εκεί που είχαν κάνει την μεγαλύτερη ζημιά. Φτάσανε στο αμφιθέατρο και είχαν σκοπό να τα χαλάσουν πάλι τα πράγματα με αποτέλεσμα οι δάσκαλοι να πιστέψουν ότι δεν το έκαναν τα παιδιά αφού οι δάσκαλοι τα είχαν συνοδεύσει ως τα σπίτια τους για να είναι σίγουροι ότι δεν θα συμβεί τίποτα. Όμως καθώς κατέβαιναν την σκάλα που πήγαινε στα παρασκήνια είδαν το Στάθη και την Βικτόρια που ήταν φοβισμένοι και τους εξήγησαν τι ήταν και τι προσπαθούσαν να κάνουν . Στην αρχή δεν τους πίστεψαν όμως μετά έγιναν φίλοι και την άλλη μέρα που ήταν η γιορτή έκαναν φασαρία στο αμφιθέατρο έτσι ώστε τα παιδιά να μην τιμωρηθούν, ο Στάθης να γίνει σημαιοφόρος και η διευθύντρια να πιστέψει ότι κάποιοι άλλοι έξω από το σχολείο κάνανε την φάρσα..


Ζήση Παναγιώτα A'1